θεωρημάτων

θεωρημάτων
θεώρημα
sight
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ЭПИКТЕТ —    • Epictētus,          Έπίκτητος, родился в Гиераполе во Фригии, был долгое время в Риме слугою любимца Нерона, Епафродита, который впоследствии, пораженный его высоким умом и независимым духом, даровал ему свободу. После этого Э. слушал… …   Реальный словарь классических древностей

  • Nonnos — Nonnos, 1) N. Panopolitanus, aus Panopolis in Ägypten; lebte im 4. u. 5. Jahrh., schrieb in seiner Jugend, ausgezeichnet durch besondere Behandlung des Hexameters, durch rhetorische Sprache u. überspanntes Pathos: Διονυσιακά od. Βασσαρικά… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… …   Dictionary of Greek

  • επιπεδομετρία — Κλάδος της γεωμετρίας που εξετάζει τις ιδιότητες του επιπέδου σχημάτων. Οι βάσεις της ε. βρίσκονται στο περίφημο έργο του Ευκλείδη του Αλεξανδρέα, που γράφτηκε γύρω στο 300 π.Χ. και αποτελεί την πρώτη προσπάθεια για τη συστηματική διάταξη… …   Dictionary of Greek

  • λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… …   Dictionary of Greek

  • προσοδεύω — Α [πρόσοδος] 1. αποφέρω, παράγω 2. (μέσ. και παθ.) προσοδεύομαι α) παίρνω εισόδημα, πρόσοδο β) εκμεταλλεύομαι κάτι γ) (για γη) παρέχω, δίνω καρπό δ) λαμβάνομαι ως εισόδημα 3. μτφ. συνάγω με τη σκέψη («καθαρμοὺς ἐκ ποικίλων θεωρημάτων… …   Dictionary of Greek

  • Βακαλό, Ελένη — (Κωνσταντινούπολη 1921 – Αθήνα 2001). Ποιήτρια και τεχνοκριτικός. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ιστορία της τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Το 1944 παντρεύτηκε τον ζωγράφο Γιώργο Βακαλό. Συνεργάστηκε με την… …   Dictionary of Greek

  • Βιέτ, Φρανσουά — (François Viéte, 1540 – 1603). Γάλλος μαθηματικός και αστρονόμος. Σπούδασε νομικά και διετέλεσε μυστικοσύμβουλος των βασιλιάδων Ερρίκου Γ’ και Ερρίκου Δ’. Ο Β. θεωρείται ένας από τους κορυφαίους μαθηματικούς του αιώνα του. Διατύπωσε τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • Γαλιλαίος — (Galileo Galilei, Πίζα 1564 – Αρτσέτρι, Φλωρεντία 1642). Ιταλός φυσικός και αστρονόμος. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του στη μηχανική και την αστρονομία και κυρίως η μαθηματική πειραματική μέθοδος που εφάρμοσε στις έρευνές του τον καθιέρωσαν ως… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”